Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμιμνῄσκομαι
διαμινύρομαι
διαμίσγω
διαμισέω
διαμισθόω
διαμίσθωσις
διαμισθωτικόν
διαμιστύλλω
διάμιτρος
διαμματίζω
διαμμοιρηδά
δίαμμος
διαμνημονευτέον
διαμνημονεύω
διαμνημονικός
διάμοιος
διαμοιράζω
διαμοιρασία
διαμοιράω
διαμολύνω
διαμονή
View word page
διαμμοιρηδά
διαμμοιρηδά, Adv.
A). dividing in twain, μέσσην νύκτα δ. φυλάξας A.R. 3.1029 .


ShortDef

dividing in twain

Debugging

Headword:
διαμμοιρηδά
Headword (normalized):
διαμμοιρηδά
Headword (normalized/stripped):
διαμμοιρηδα
IDX:
25289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25290
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμμοιρηδά</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dividing in twain,</span> <span class="quote greek">μέσσην νύκτα δ. φυλάξας</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:3:1029" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:3.1029/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.R.</span> 3.1029 </a> .</div> </div><br><br>'}