Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμιλλητέον
διαμιμνῄσκομαι
διαμινύρομαι
διαμίσγω
διαμισέω
διαμισθόω
διαμίσθωσις
διαμισθωτικόν
διαμιστύλλω
διάμιτρος
διαμματίζω
διαμμοιρηδά
δίαμμος
διαμνημονευτέον
διαμνημονεύω
διαμνημονικός
διάμοιος
διαμοιράζω
διαμοιρασία
διαμοιράω
διαμολύνω
View word page
διαμματίζω
διαμμᾰτίζω,
A). knot (a cord): pf. Pass., διημματισμένος κάλος Orib. 49.22.8 .


ShortDef

knot

Debugging

Headword:
διαμματίζω
Headword (normalized):
διαμματίζω
Headword (normalized/stripped):
διαμματιζω
IDX:
25288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25289
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμμᾰτίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">knot</span> (a cord): pf. Pass., <span class="quote greek">διημματισμένος κάλος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0722.tlg001:49:22:8" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0722.tlg001:49:22:8/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Orib.</span> 49.22.8 </a> .</div> </div><br><br>'}