Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμίγνυμι
διαμικρολογέομαι
διάμιλλα
διαμιλλάομαι
διαμιλλητέον
διαμιμνῄσκομαι
διαμινύρομαι
διαμίσγω
διαμισέω
διαμισθόω
διαμίσθωσις
διαμισθωτικόν
διαμιστύλλω
διάμιτρος
διαμματίζω
διαμμοιρηδά
δίαμμος
διαμνημονευτέον
διαμνημονεύω
διαμνημονικός
διάμοιος
View word page
διαμίσθωσις
διαμίσθ-ωσις, εως, ,
A). farming out of state land, PTeb. 72.450 (ii B.C.), 376.15 (ii A.D.).


ShortDef

farming out

Debugging

Headword:
διαμίσθωσις
Headword (normalized):
διαμίσθωσις
Headword (normalized/stripped):
διαμισθωσις
IDX:
25284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25285
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμίσθ-ωσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">farming out</span> of state land, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PTeb.</span> 72.450 </span> (ii B.C.), <span class="bibl"> 376.15 </span> (ii A.D.).</div> </div><br><br>'}