Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμηρισμός
διαμηρύω
διαμηχανάομαι
διαμηχανητέον
διαμίγνυμι
διαμικρολογέομαι
διάμιλλα
διαμιλλάομαι
διαμιλλητέον
διαμιμνῄσκομαι
διαμινύρομαι
διαμίσγω
διαμισέω
διαμισθόω
διαμίσθωσις
διαμισθωτικόν
διαμιστύλλω
διάμιτρος
διαμματίζω
διαμμοιρηδά
δίαμμος
View word page
διαμινύρομαι
διαμῐνύρομαι [ῡ],
A). warble a plaintive ditty, Ar. Th. 100 .


ShortDef

warble a plaintive ditty

Debugging

Headword:
διαμινύρομαι
Headword (normalized):
διαμινύρομαι
Headword (normalized/stripped):
διαμινυρομαι
IDX:
25280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25281
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμῐνύρομαι</span> <span class="foreign greek">[ῡ</span>], <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">warble a plaintive ditty,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg008.perseus-grc1:100" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg008.perseus-grc1:100/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Th.</span> 100 </a>.</div> </div><br><br>'}