Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάμηκος
διαμηκύνω
διαμηνύω
διαμηρίζω
διαμηρισμός
διαμηρύω
διαμηχανάομαι
διαμηχανητέον
διαμίγνυμι
διαμικρολογέομαι
διάμιλλα
διαμιλλάομαι
διαμιλλητέον
διαμιμνῄσκομαι
διαμινύρομαι
διαμίσγω
διαμισέω
διαμισθόω
διαμίσθωσις
διαμισθωτικόν
διαμιστύλλω
View word page
διάμιλλα
διάμιλλ-α [ᾰμ], ,
A). fight, of animals, Hierocl. pp.11,17 A. (pl.).


ShortDef

fight

Debugging

Headword:
διάμιλλα
Headword (normalized):
διάμιλλα
Headword (normalized/stripped):
διαμιλλα
IDX:
25276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25277
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάμιλλ-α</span> <span class="pron greek">[ᾰμ]</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fight,</span> of animals, Hierocl.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg007:pp.11,17" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg007:pp.11,17/canonical-url/"> pp.11,17 </a> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.</span> </span> (pl.).</div> </div><br><br>'}