Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμηκίζω
διάμηκος
διαμηκύνω
διαμηνύω
διαμηρίζω
διαμηρισμός
διαμηρύω
διαμηχανάομαι
διαμηχανητέον
διαμίγνυμι
διαμικρολογέομαι
διάμιλλα
διαμιλλάομαι
διαμιλλητέον
διαμιμνῄσκομαι
διαμινύρομαι
διαμίσγω
διαμισέω
διαμισθόω
διαμίσθωσις
διαμισθωτικόν
View word page
διαμικρολογέομαι
διαμῑκρολογέομαι,
A). deal grudgingly, πρός τινα Plu. Sol. 30 .


ShortDef

to deal meanly

Debugging

Headword:
διαμικρολογέομαι
Headword (normalized):
διαμικρολογέομαι
Headword (normalized/stripped):
διαμικρολογεομαι
IDX:
25275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25276
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμῑκρολογέομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">deal grudgingly,</span> <span class="quote greek">πρός τινα</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg007:30" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg007:30/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Sol.</span> 30 </a> .</div> </div><br><br>'}