Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμευστής
διαμήδομαι
διαμηκίζω
διάμηκος
διαμηκύνω
διαμηνύω
διαμηρίζω
διαμηρισμός
διαμηρύω
διαμηχανάομαι
διαμηχανητέον
διαμίγνυμι
διαμικρολογέομαι
διάμιλλα
διαμιλλάομαι
διαμιλλητέον
διαμιμνῄσκομαι
διαμινύρομαι
διαμίσγω
διαμισέω
διαμισθόω
View word page
διαμηχανητέον
διαμηχᾰν-ητέον,
A). one must contrive, Plu. 2.131e .


ShortDef

one must contrive

Debugging

Headword:
διαμηχανητέον
Headword (normalized):
διαμηχανητέον
Headword (normalized/stripped):
διαμηχανητεον
IDX:
25273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25274
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμηχᾰν-ητέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must contrive,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.131e </span>.</div> </div><br><br>'}