Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάμετρον
διάμετρος
διαμευστής
διαμήδομαι
διαμηκίζω
διάμηκος
διαμηκύνω
διαμηνύω
διαμηρίζω
διαμηρισμός
διαμηρύω
διαμηχανάομαι
διαμηχανητέον
διαμίγνυμι
διαμικρολογέομαι
διάμιλλα
διαμιλλάομαι
διαμιλλητέον
διαμιμνῄσκομαι
διαμινύρομαι
διαμίσγω
View word page
διαμηρύω
διαμηρύω [ῡ],
A). arrange in kinks (cf. μήρυμα), Hero Aut. 10.3 .


ShortDef

arrange in kinks

Debugging

Headword:
διαμηρύω
Headword (normalized):
διαμηρύω
Headword (normalized/stripped):
διαμηρυω
IDX:
25271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25272
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμηρύω</span> <span class="foreign greek">[ῡ</span>], <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">arrange in kinks</span> (cf. <span class="foreign greek">μήρυμα</span>), <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0559.tlg002:10:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0559.tlg002:10.3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hero</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Aut.</span> 10.3 </a>.</div> </div><br><br>'}