Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαμετρικός
διάμετρον
διάμετρος
διαμευστής
διαμήδομαι
διαμηκίζω
διάμηκος
διαμηκύνω
διαμηνύω
διαμηρίζω
διαμηρισμός
διαμηρύω
διαμηχανάομαι
διαμηχανητέον
διαμίγνυμι
διαμικρολογέομαι
διάμιλλα
διαμιλλάομαι
διαμιλλητέον
διαμιμνῄσκομαι
διαμινύρομαι
View word page
διαμηρισμός
διαμηρ-ισμός
,
ὁ
,
A).
femorum diduction,
ibid. (pl.).
ShortDef
parting of the thighs: intercourse
Debugging
Headword:
διαμηρισμός
Headword (normalized):
διαμηρισμός
Headword (normalized/stripped):
διαμηρισμος
IDX:
25270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25271
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμηρ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">femorum diduction,</span> ibid. (pl.).</div> </div><br><br>'}