Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμετρέω
διαμέτρησις
διαμετρητός
διαμετρικός
διάμετρον
διάμετρος
διαμευστής
διαμήδομαι
διαμηκίζω
διάμηκος
διαμηκύνω
διαμηνύω
διαμηρίζω
διαμηρισμός
διαμηρύω
διαμηχανάομαι
διαμηχανητέον
διαμίγνυμι
διαμικρολογέομαι
διάμιλλα
διαμιλλάομαι
View word page
διαμηκύνω
διαμηκύνω,
A). last out, live through, ἡμέρας τέσσαρας PMag.Leid.V. 11.29 .


ShortDef

last out, live through

Debugging

Headword:
διαμηκύνω
Headword (normalized):
διαμηκύνω
Headword (normalized/stripped):
διαμηκυνω
IDX:
25267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25268
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμηκύνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">last out, live through,</span> <span class="quote greek">ἡμέρας τέσσαρας</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMag.Leid.V.</span> 11.29 </span> .</div> </div><br><br>'}