Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμεστόω
διαμετρέω
διαμέτρησις
διαμετρητός
διαμετρικός
διάμετρον
διάμετρος
διαμευστής
διαμήδομαι
διαμηκίζω
διάμηκος
διαμηκύνω
διαμηνύω
διαμηρίζω
διαμηρισμός
διαμηρύω
διαμηχανάομαι
διαμηχανητέον
διαμίγνυμι
διαμικρολογέομαι
διάμιλλα
View word page
διάμηκος
διάμηκος, ον,
A). broad, dub. in Hippiatr. 14 .


ShortDef

broad

Debugging

Headword:
διάμηκος
Headword (normalized):
διάμηκος
Headword (normalized/stripped):
διαμηκος
IDX:
25266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25267
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάμηκος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">broad,</span> dub. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hippiatr.</span> 14 </span>.</div> </div><br><br>'}