Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμέσταν
διάμεστος
διαμεστόω
διαμετρέω
διαμέτρησις
διαμετρητός
διαμετρικός
διάμετρον
διάμετρος
διαμευστής
διαμήδομαι
διαμηκίζω
διάμηκος
διαμηκύνω
διαμηνύω
διαμηρίζω
διαμηρισμός
διαμηρύω
διαμηχανάομαι
διαμηχανητέον
διαμίγνυμι
View word page
διαμήδομαι
διαμήδομαι,
A). = μήδομαι , Hom. Epigr. 4.12 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαμήδομαι
Headword (normalized):
διαμήδομαι
Headword (normalized/stripped):
διαμηδομαι
IDX:
25264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25265
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμήδομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μήδομαι</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg003:4:12" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg003:4.12/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hom.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Epigr.</span> 4.12 </a>.</div> </div><br><br>'}