Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διάμεσος
διαμέσταν
διάμεστος
διαμεστόω
διαμετρέω
διαμέτρησις
διαμετρητός
διαμετρικός
διάμετρον
διάμετρος
διαμευστής
διαμήδομαι
διαμηκίζω
διάμηκος
διαμηκύνω
διαμηνύω
διαμηρίζω
διαμηρισμός
διαμηρύω
διαμηχανάομαι
διαμηχανητέον
View word page
διαμευστής
διαμευστής
,
οῦ
,
ὁ
,
A).
=
ἀλαζών
,
Hsch.
: also
διαμευτής
(
-μέττης
cod.),
οῦ
,
ὁ
,
cheat,
Id.
ShortDef
cheat
Debugging
Headword:
διαμευστής
Headword (normalized):
διαμευστής
Headword (normalized/stripped):
διαμευστης
IDX:
25263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25264
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμευστής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀλαζών</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>: also <span class="orth greek">διαμευτής</span> (<span class="foreign greek">-μέττης</span> cod.), <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="tr" style="font-weight: bold;">cheat,</span> Id.</div> </div><br><br>'}