Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμέρισις
διαμερισμός
διαμεριστής
διάμεσος
διαμέσταν
διάμεστος
διαμεστόω
διαμετρέω
διαμέτρησις
διαμετρητός
διαμετρικός
διάμετρον
διάμετρος
διαμευστής
διαμήδομαι
διαμηκίζω
διάμηκος
διαμηκύνω
διαμηνύω
διαμηρίζω
διαμηρισμός
View word page
διαμετρικός
διαμετρ-ικός, , όν,
A). diagonal:[ἀριθμοί] the numerators of the successive convergents to [root ]2 expressed as a continued fraction, Theol.Ar. 3.59 ; cf. πλευρικός.


ShortDef

diagonal

Debugging

Headword:
διαμετρικός
Headword (normalized):
διαμετρικός
Headword (normalized/stripped):
διαμετρικος
IDX:
25260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25261
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμετρ-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">diagonal</span>:[<span class="foreign greek">ἀριθμοί</span>] <span class="tr" style="font-weight: bold;">the numerators of the successive convergents to [root ]2 expressed as a continued fraction,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theol.Ar.</span> 3.59 </span>; cf. <span class="foreign greek">πλευρικός.</span> </div> </div><br><br>'}