Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμεμερισμένως
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμέρισις
διαμερισμός
διαμεριστής
διάμεσος
διαμέσταν
διάμεστος
διαμεστόω
διαμετρέω
διαμέτρησις
διαμετρητός
διαμετρικός
διάμετρον
διάμετρος
διαμευστής
διαμήδομαι
διαμηκίζω
διάμηκος
View word page
διαμεστόω
διαμεστ-όω,
A). fill full, ib. 939a4 .


ShortDef

fill full

Debugging

Headword:
διαμεστόω
Headword (normalized):
διαμεστόω
Headword (normalized/stripped):
διαμεστοω
IDX:
25256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25257
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμεστ-όω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fill full,</span> ib.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg036:939a:4" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg036:939a.4/canonical-url/"> 939a4 </a>.</div> </div><br><br>'}