Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμελλησμός
διαμέλλω
διαμεμερισμένως
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμέρισις
διαμερισμός
διαμεριστής
διάμεσος
διαμέσταν
διάμεστος
διαμεστόω
διαμετρέω
διαμέτρησις
διαμετρητός
διαμετρικός
διάμετρον
διάμετρος
διαμευστής
διαμήδομαι
View word page
διαμέσταν
διαμέσταν· ἀλαζόνα, ἐξαλλάκτην, Hsch.; cf. διαμευστής.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαμέσταν
Headword (normalized):
διαμέσταν
Headword (normalized/stripped):
διαμεσταν
IDX:
25254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25255
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμέσταν·</span> <span class="foreign greek">ἀλαζόνα, ἐξαλλάκτην,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">διαμευστής.</span> </div><br><br>'}