Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμέλλησις
διαμελλησμός
διαμέλλω
διαμεμερισμένως
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμέρισις
διαμερισμός
διαμεριστής
διάμεσος
διαμέσταν
διάμεστος
διαμεστόω
διαμετρέω
διαμέτρησις
διαμετρητός
διαμετρικός
διάμετρον
διάμετρος
διαμευστής
View word page
διάμεσος
διάμεσος, ον,
A). midway between: οἱ δ. the middle class, Hsch.


ShortDef

midway between

Debugging

Headword:
διάμεσος
Headword (normalized):
διάμεσος
Headword (normalized/stripped):
διαμεσος
IDX:
25253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25254
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάμεσος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">midway between</span>: <span class="quote greek">οἱ δ.</span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">the middle class,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}