Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμελισμός
διαμέλλησις
διαμελλησμός
διαμέλλω
διαμεμερισμένως
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμέρισις
διαμερισμός
διαμεριστής
διάμεσος
διαμέσταν
διάμεστος
διαμεστόω
διαμετρέω
διαμέτρησις
διαμετρητός
διαμετρικός
διάμετρον
διάμετρος
View word page
διαμεριστής
διαμερ-ιστής, οῦ, ,
A). a divider, Gloss.


ShortDef

a divider

Debugging

Headword:
διαμεριστής
Headword (normalized):
διαμεριστής
Headword (normalized/stripped):
διαμεριστης
IDX:
25252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25253
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμερ-ιστής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">a divider,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}