Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμελίζομαι
διαμελίζω
διαμελισμός
διαμέλλησις
διαμελλησμός
διαμέλλω
διαμεμερισμένως
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμέρισις
διαμερισμός
διαμεριστής
διάμεσος
διαμέσταν
διάμεστος
διαμεστόω
διαμετρέω
διαμέτρησις
διαμετρητός
διαμετρικός
View word page
διαμέρισις
διαμέρ-ῐσις, εως, , = sq., Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαμέρισις
Headword (normalized):
διαμέρισις
Headword (normalized/stripped):
διαμερισις
IDX:
25250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25251
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμέρ-ῐσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = sq., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}