Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάμειψις
διαμελαίνω
διαμελεοί
διαμελετάω
διαμελίζομαι
διαμελίζω
διαμελισμός
διαμέλλησις
διαμελλησμός
διαμέλλω
διαμεμερισμένως
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμέρισις
διαμερισμός
διαμεριστής
διάμεσος
διαμέσταν
διάμεστος
διαμεστόω
View word page
διαμεμερισμένως
διαμεμερισμένως,(διαμερίζω)
A). separately, γράφειν Sch.D.T. p.191 H.


ShortDef

separately

Debugging

Headword:
διαμεμερισμένως
Headword (normalized):
διαμεμερισμένως
Headword (normalized/stripped):
διαμεμερισμενως
IDX:
25246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25247
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμεμερισμένως</span>,(<span class="etym greek">διαμερίζω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">separately,</span> <span class="foreign greek">γράφειν</span> Sch.D.T.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc1:p.191" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc1:p.191/canonical-url/"> p.191 </a> H.</div> </div><br><br>'}