Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διάμειπτος
διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
διαμελαίνω
διαμελεοί
διαμελετάω
διαμελίζομαι
διαμελίζω
διαμελισμός
διαμέλλησις
διαμελλησμός
διαμέλλω
διαμεμερισμένως
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμέρισις
διαμερισμός
διαμεριστής
διάμεσος
διαμέσταν
View word page
διαμελλησμός
διαμελλ-ησμός
,
ὁ
, = foreg.,
Gloss.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διαμελλησμός
Headword (normalized):
διαμελλησμός
Headword (normalized/stripped):
διαμελλησμος
IDX:
25244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25245
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμελλ-ησμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = foreg., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}