Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαμείβω
διαμειδιάω
διάμειπτος
διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
διαμελαίνω
διαμελεοί
διαμελετάω
διαμελίζομαι
διαμελίζω
διαμελισμός
διαμέλλησις
διαμελλησμός
διαμέλλω
διαμεμερισμένως
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμέρισις
διαμερισμός
διαμεριστής
View word page
διαμελισμός
διαμελ-ισμός
,
ὁ
,
A).
dismemberment,
ib.
996c
: pl., ib.
355b
.
ShortDef
dismemberment
Debugging
Headword:
διαμελισμός
Headword (normalized):
διαμελισμός
Headword (normalized/stripped):
διαμελισμος
IDX:
25242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25243
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμελ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dismemberment,</span> ib.<span class="bibl"> 996c </span>: pl., ib.<span class="bibl"> 355b </span>.</div> </div><br><br>'}