Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμβλώττω
διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειδιάω
διάμειπτος
διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
διαμελαίνω
διαμελεοί
διαμελετάω
διαμελίζομαι
διαμελίζω
διαμελισμός
διαμέλλησις
διαμελλησμός
διαμέλλω
διαμεμερισμένως
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμέρισις
View word page
διαμελίζομαι
διαμελ-ίζομαι,
A). rival in singing, Plu. 2.973b .


ShortDef

rival in singing

Debugging

Headword:
διαμελίζομαι
Headword (normalized):
διαμελίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διαμελιζομαι
IDX:
25240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25241
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμελ-ίζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">rival in singing,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.973b </span>.</div> </div><br><br>'}