Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαμαψαμένη
διαμάω
διαμβλώττω
διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειδιάω
διάμειπτος
διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
διαμελαίνω
διαμελεοί
διαμελετάω
διαμελίζομαι
διαμελίζω
διαμελισμός
διαμέλλησις
διαμελλησμός
διαμέλλω
διαμεμερισμένως
διαμέμφομαι
διαμένω
View word page
διαμελεοί
διαμελεοί·
οἰκέται,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διαμελεοί
Headword (normalized):
διαμελεοί
Headword (normalized/stripped):
διαμελεοι
IDX:
25238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25239
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμελεοί·</span> <span class="foreign greek">οἰκέται,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}