Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμάχη
διαμάχησις
διαμάχομαι
διαμαψαμένη
διαμάω
διαμβλώττω
διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειδιάω
διάμειπτος
διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
διαμελαίνω
διαμελεοί
διαμελετάω
διαμελίζομαι
διαμελίζω
διαμελισμός
διαμέλλησις
διαμελλησμός
διαμέλλω
View word page
διαμειρακιεύομαι
διαμειρᾰκιεύομαι,
A). strive hotly with, τινί Plu. Comp.Dem.Cic. 2 .


ShortDef

to strive hotly with

Debugging

Headword:
διαμειρακιεύομαι
Headword (normalized):
διαμειρακιεύομαι
Headword (normalized/stripped):
διαμειρακιευομαι
IDX:
25235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25236
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμειρᾰκιεύομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">strive hotly with,</span> <span class="quote greek">τινί</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg056:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg056:2/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Comp.Dem.Cic.</span> 2 </a> .</div> </div><br><br>'}