Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμαχέω
διαμάχη
διαμάχησις
διαμάχομαι
διαμαψαμένη
διαμάω
διαμβλώττω
διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειδιάω
διάμειπτος
διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
διαμελαίνω
διαμελεοί
διαμελετάω
διαμελίζομαι
διαμελίζω
διαμελισμός
διαμέλλησις
διαμελλησμός
View word page
διάμειπτος
διάμειπτος [ᾰ], ον,
A). communicable, Sapph. 14 .


ShortDef

communicable

Debugging

Headword:
διάμειπτος
Headword (normalized):
διάμειπτος
Headword (normalized/stripped):
διαμειπτος
IDX:
25234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25235
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάμειπτος</span> <span class="pron greek">[ᾰ]</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">communicable,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sapph.</span> 14 </span>.</div> </div><br><br>'}