Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάμαστος
διαμαστροπεύω
διαμασχαλίζω
διαμαχετέον
διαμαχέω
διαμάχη
διαμάχησις
διαμάχομαι
διαμαψαμένη
διαμάω
διαμβλώττω
διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειδιάω
διάμειπτος
διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
διαμελαίνω
διαμελεοί
διαμελετάω
διαμελίζομαι
View word page
διαμβλώττω
διαμβλώττω,
A). procure abortion, Et.Gud.


ShortDef

procure abortion

Debugging

Headword:
διαμβλώττω
Headword (normalized):
διαμβλώττω
Headword (normalized/stripped):
διαμβλωττω
IDX:
25230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25231
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμβλώττω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">procure abortion,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Et.Gud.</span> </span> </div> </div><br><br>'}