Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμαστιγόω
διαμαστίγωσις
διάμαστος
διαμαστροπεύω
διαμασχαλίζω
διαμαχετέον
διαμαχέω
διαμάχη
διαμάχησις
διαμάχομαι
διαμαψαμένη
διαμάω
διαμβλώττω
διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειδιάω
διάμειπτος
διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
διαμελαίνω
διαμελεοί
View word page
διαμαψαμένη
διαμαψαμένη· διασμηξαμένη, διαψησαμένη, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαμαψαμένη
Headword (normalized):
διαμαψαμένη
Headword (normalized/stripped):
διαμαψαμενη
IDX:
25228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25229
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμαψαμένη·</span> <span class="foreign greek">διασμηξαμένη, διαψησαμένη,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}