Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμάσησις
διαμασητέον
διαμασητός
διαμάσσω
διαμαστιγόω
διαμαστίγωσις
διάμαστος
διαμαστροπεύω
διαμασχαλίζω
διαμαχετέον
διαμαχέω
διαμάχη
διαμάχησις
διαμάχομαι
διαμαψαμένη
διαμάω
διαμβλώττω
διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειδιάω
διάμειπτος
View word page
διαμαχέω
διαμᾰχ-έω,
A). = διαμάχομαι, πρὸς τὴν ἀνάγκην J. BJ 6.9.4 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαμαχέω
Headword (normalized):
διαμαχέω
Headword (normalized/stripped):
διαμαχεω
IDX:
25224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25225
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμᾰχ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">διαμάχομαι, πρὸς τὴν ἀνάγκην</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg004.perseus-grc1:6:9:4" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg004.perseus-grc1:6:9:4/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">J.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">BJ</span> 6.9.4 </a>.</div> </div><br><br>'}