Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμαρτυρία
διαμαρτύρομαι
διαμασάομαι
διαμάσημα
διαμάσησις
διαμασητέον
διαμασητός
διαμάσσω
διαμαστιγόω
διαμαστίγωσις
διάμαστος
διαμαστροπεύω
διαμασχαλίζω
διαμαχετέον
διαμαχέω
διαμάχη
διαμάχησις
διαμάχομαι
διαμαψαμένη
διαμάω
διαμβλώττω
View word page
διάμαστος
διάμαστος· θεός, Hsch. (Perh. of Artemis Ephesia.)


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διάμαστος
Headword (normalized):
διάμαστος
Headword (normalized/stripped):
διαμαστος
IDX:
25220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25221
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάμαστος·</span> <span class="foreign greek">θεός,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Perh. of Artemis Ephesia.)</div><br><br>'}