Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμαρτυρέω
διαμαρτυρία
διαμαρτύρομαι
διαμασάομαι
διαμάσημα
διαμάσησις
διαμασητέον
διαμασητός
διαμάσσω
διαμαστιγόω
διαμαστίγωσις
διάμαστος
διαμαστροπεύω
διαμασχαλίζω
διαμαχετέον
διαμαχέω
διαμάχη
διαμάχησις
διαμάχομαι
διαμαψαμένη
διαμάω
View word page
διαμαστίγωσις
διαμαστῑ/γ-ωσις, εως, ,
A). severe scourging, esp. of the Spartan boys, Plu. 2.239d .


ShortDef

severe scourging

Debugging

Headword:
διαμαστίγωσις
Headword (normalized):
διαμαστίγωσις
Headword (normalized/stripped):
διαμαστιγωσις
IDX:
25219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25220
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμαστῑ/γ-ωσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">severe scourging,</span> esp. of the Spartan boys, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.239d </span>.</div> </div><br><br>'}