Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαμαρτάνω
διαμάρτημα
διαμαρτητέον
διαμαρτία
διαμαρτυρέω
διαμαρτυρία
διαμαρτύρομαι
διαμασάομαι
διαμάσημα
διαμάσησις
διαμασητέον
διαμασητός
διαμάσσω
διαμαστιγόω
διαμαστίγωσις
διάμαστος
διαμαστροπεύω
διαμασχαλίζω
διαμαχετέον
διαμαχέω
διαμάχη
View word page
διαμασητέον
διαμᾰς-ητέον
,
A).
one must chew,
Apollon.
ap.
Gal.
12.999
.
ShortDef
one must chew
Debugging
Headword:
διαμασητέον
Headword (normalized):
διαμασητέον
Headword (normalized/stripped):
διαμασητεον
IDX:
25215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25216
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμᾰς-ητέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must chew,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Apollon.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 12.999 </span>.</div> </div><br><br>'}