Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμάρανσις
διαμαρτάνω
διαμάρτημα
διαμαρτητέον
διαμαρτία
διαμαρτυρέω
διαμαρτυρία
διαμαρτύρομαι
διαμασάομαι
διαμάσημα
διαμάσησις
διαμασητέον
διαμασητός
διαμάσσω
διαμαστιγόω
διαμαστίγωσις
διάμαστος
διαμαστροπεύω
διαμασχαλίζω
διαμαχετέον
διαμαχέω
View word page
διαμάσησις
διαμᾰ/ς-ησις, εως, ,
A). chewing up, Dsc. 1.18 .


ShortDef

chewing up

Debugging

Headword:
διαμάσησις
Headword (normalized):
διαμάσησις
Headword (normalized/stripped):
διαμασησις
IDX:
25214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25215
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμᾰ/ς-ησις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">chewing up,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 1.18 </span>.</div> </div><br><br>'}