Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάμαξος
διαμάρανσις
διαμαρτάνω
διαμάρτημα
διαμαρτητέον
διαμαρτία
διαμαρτυρέω
διαμαρτυρία
διαμαρτύρομαι
διαμασάομαι
διαμάσημα
διαμάσησις
διαμασητέον
διαμασητός
διαμάσσω
διαμαστιγόω
διαμαστίγωσις
διάμαστος
διαμαστροπεύω
διαμασχαλίζω
διαμαχετέον
View word page
διαμάσημα
διαμᾰ/ς-ημα, ατος, τό,
A). that which is chewed, Hp. Aff. 4 , Dsc. 1.96 .


ShortDef

that which is chewed

Debugging

Headword:
διαμάσημα
Headword (normalized):
διαμάσημα
Headword (normalized/stripped):
διαμασημα
IDX:
25213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25214
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμᾰ/ς-ημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">that which is chewed,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg025:4" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg025:4/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Aff.</span> 4 </a>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 1.96 </span>.</div> </div><br><br>'}