διαμαρτυρέω
διαμαρτῠρ-έω, as Att. law-term,
2). c. inf., affirm by a διαμαρτυπία that .., δ. μὴ ἐπίδικον .. τὸν κλῆρον εἶναι , cf. 3.3 :— Pass., aor. 44.48 διεμαρτυρήθην, to be affirmed in a διαμαρτυρία to be so and so, διεμαρτυρήθη μὴ Πλαταιεὺς εἶναι , cf. 23.13 ; 3.5 τὰ διαμαρτυρηθέντα . 18.15
4). attest, -ουμένην τὴν παρὰ τῶν θεῶν εὐμένειαν Inscr.Prien. 108.20 , 110.15 (ii B.C.).