Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμαγεύω
διαμαθύνω
διαμάλαξις
διαμαλάττω
διαμανθάνω
διαμαντεία
διαμαντεύομαι
διάμαξος
διαμάρανσις
διαμαρτάνω
διαμάρτημα
διαμαρτητέον
διαμαρτία
διαμαρτυρέω
διαμαρτυρία
διαμαρτύρομαι
διαμασάομαι
διαμάσημα
διαμάσησις
διαμασητέον
διαμασητός
View word page
διαμάρτημα
διᾰμάρτ-ημα, ατος, τό,
A). mistake, POxy. 1235.64 (Arg. Men.).


ShortDef

mistake

Debugging

Headword:
διαμάρτημα
Headword (normalized):
διαμάρτημα
Headword (normalized/stripped):
διαμαρτημα
IDX:
25206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25207
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διᾰμάρτ-ημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mistake,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">POxy.</span> 1235.64 </span> (Arg. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Men.</span></span>).</div> </div><br><br>'}