Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαλφιτόω
διαλωβάομαι
διαμαγεύω
διαμαθύνω
διαμάλαξις
διαμαλάττω
διαμανθάνω
διαμαντεία
διαμαντεύομαι
διάμαξος
διαμάρανσις
διαμαρτάνω
διαμάρτημα
διαμαρτητέον
διαμαρτία
διαμαρτυρέω
διαμαρτυρία
διαμαρτύρομαι
διαμασάομαι
διαμάσημα
διαμάσησις
View word page
διαμάρανσις
διαμάρανσις [μᾰ], εως, ,
A). wasting away, Alex.Aphr. in Mete. 121.28 .


ShortDef

wasting away

Debugging

Headword:
διαμάρανσις
Headword (normalized):
διαμάρανσις
Headword (normalized/stripped):
διαμαρανσις
IDX:
25204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25205
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμάρανσις</span> <span class="pron greek">[μᾰ]</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wasting away,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0732.tlg008:121:28" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0732.tlg008:121.28/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Alex.Aphr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Mete.</span> 121.28 </a>.</div> </div><br><br>'}