Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαλύω
διαλφιτόω
διαλωβάομαι
διαμαγεύω
διαμαθύνω
διαμάλαξις
διαμαλάττω
διαμανθάνω
διαμαντεία
διαμαντεύομαι
διάμαξος
διαμάρανσις
διαμαρτάνω
διαμάρτημα
διαμαρτητέον
διαμαρτία
διαμαρτυρέω
διαμαρτυρία
διαμαρτύρομαι
διαμασάομαι
διαμάσημα
View word page
διάμαξος
διάμαξος
[ᾰμ]
,
ον
,
A).
for a chariot,
ὁδὸς δ.
carriage
-road,
GDI
5075.56
(Crete).
ShortDef
for a chariot
Debugging
Headword:
διάμαξος
Headword (normalized):
διάμαξος
Headword (normalized/stripped):
διαμαξος
IDX:
25203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25204
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάμαξος</span> <span class="pron greek">[ᾰμ]</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">for a chariot,</span> <span class="foreign greek">ὁδὸς δ.</span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">carriage</span>-road, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">GDI</span> 5075.56 </span> (Crete).</div> </div><br><br>'}