Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαλυτέον
διαλύτης
διαλυτικός
διάλυτος
διαλύτρωσις
διαλύω
διαλφιτόω
διαλωβάομαι
διαμαγεύω
διαμαθύνω
διαμάλαξις
διαμαλάττω
διαμανθάνω
διαμαντεία
διαμαντεύομαι
διάμαξος
διαμάρανσις
διαμαρτάνω
διαμάρτημα
διαμαρτητέον
διαμαρτία
View word page
διαμάλαξις
διαμάλαξις [υᾰ], εως, ,
A). softening, Gal. 11.714 .


ShortDef

softening

Debugging

Headword:
διαμάλαξις
Headword (normalized):
διαμάλαξις
Headword (normalized/stripped):
διαμαλαξις
IDX:
25198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25199
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμάλαξις</span> <span class="pron greek">[υᾰ]</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">softening,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 11.714 </span>.</div> </div><br><br>'}