Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαλυσίφιλος
διάλυσος
διαλυτέον
διαλύτης
διαλυτικός
διάλυτος
διαλύτρωσις
διαλύω
διαλφιτόω
διαλωβάομαι
διαμαγεύω
διαμαθύνω
διαμάλαξις
διαμαλάττω
διαμανθάνω
διαμαντεία
διαμαντεύομαι
διάμαξος
διαμάρανσις
διαμαρτάνω
διαμάρτημα
View word page
διαμαγεύω
διαμᾰγεύω,
A). charm with magic arts, Luc. Am. 41 ( Pass.).


ShortDef

charm with magic arts

Debugging

Headword:
διαμαγεύω
Headword (normalized):
διαμαγεύω
Headword (normalized/stripped):
διαμαγευω
IDX:
25196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25197
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμᾰγεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">charm with magic arts,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0061.tlg002:41" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0061.tlg002:41/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Am.</span> 41 </a> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}