διαλυτικός
δια-λῠτικός, ή, όν,
A). able to sever, τινός (sc. τέχνη) Plt. 281a ; destructive, Ti. 60b ; opp. γεννητικός, D. 3.9 . Adv. -κῶς Top. 153b32 .
III). embodying a settlement or compromise, ὁμολογία PMasp. 154.1 (vi A. D.).