Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάλογος
διαλοιδορέομαι
διαλοιδόρησις
δίαλον
διαλοξεύω
διάλοξος
διαλουφῶν
δίαλσις
διαλυγίζω
διαλυμαίνομαι
διαλυπέω
διάλυσις
διαλυσίφιλος
διάλυσος
διαλυτέον
διαλύτης
διαλυτικός
διάλυτος
διαλύτρωσις
διαλύω
διαλφιτόω
View word page
διαλυπέω
διαλῡπέω,
A). grieve sorely, Plu. 2.578c ( Pass.).


ShortDef

grieve sorely

Debugging

Headword:
διαλυπέω
Headword (normalized):
διαλυπέω
Headword (normalized/stripped):
διαλυπεω
IDX:
25184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25185
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαλῡπέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">grieve sorely,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.578c </span> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}