Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαλογιστέον
διαλογιστικός
διάλογος
διαλοιδορέομαι
διαλοιδόρησις
δίαλον
διαλοξεύω
διάλοξος
διαλουφῶν
δίαλσις
διαλυγίζω
διαλυμαίνομαι
διαλυπέω
διάλυσις
διαλυσίφιλος
διάλυσος
διαλυτέον
διαλύτης
διαλυτικός
διάλυτος
διαλύτρωσις
View word page
διαλυγίζω
διαλῠγ-ίζω,
A). twist about, and διαλῠ/γ-ισμα, ατος, τό, bend, both in Hsch.


ShortDef

twist about

Debugging

Headword:
διαλυγίζω
Headword (normalized):
διαλυγίζω
Headword (normalized/stripped):
διαλυγιζω
IDX:
25182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25183
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαλῠγ-ίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">twist about,</span> and <span class="orth greek">διαλῠ/γ-ισμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <span class="tr" style="font-weight: bold;">bend,</span> both in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}