Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαλογισμός
διαλογιστέον
διαλογιστικός
διάλογος
διαλοιδορέομαι
διαλοιδόρησις
δίαλον
διαλοξεύω
διάλοξος
διαλουφῶν
δίαλσις
διαλυγίζω
διαλυμαίνομαι
διαλυπέω
διάλυσις
διαλυσίφιλος
διάλυσος
διαλυτέον
διαλύτης
διαλυτικός
διάλυτος
View word page
δίαλσις
δίαλσις
,
εως
,
ἡ
, perh.
A).
nourishing
,
GDI
5125
(Crete).
ShortDef
nourishing
Debugging
Headword:
δίαλσις
Headword (normalized):
δίαλσις
Headword (normalized/stripped):
διαλσις
IDX:
25181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25182
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δίαλσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, perh. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">nourishing</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">GDI</span> 5125 </span> (Crete).</div> </div><br><br>'}