Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαλόγισμα
διαλογισμός
διαλογιστέον
διαλογιστικός
διάλογος
διαλοιδορέομαι
διαλοιδόρησις
δίαλον
διαλοξεύω
διάλοξος
διαλουφῶν
δίαλσις
διαλυγίζω
διαλυμαίνομαι
διαλυπέω
διάλυσις
διαλυσίφιλος
διάλυσος
διαλυτέον
διαλύτης
διαλυτικός
View word page
διαλουφῶν
διαλουφῶν·
διατίλλων,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διαλουφῶν
Headword (normalized):
διαλουφῶν
Headword (normalized/stripped):
διαλουφων
IDX:
25180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25181
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαλουφῶν·</span> <span class="foreign greek">διατίλλων,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}