Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαλογικός
διαλόγισμα
διαλογισμός
διαλογιστέον
διαλογιστικός
διάλογος
διαλοιδορέομαι
διαλοιδόρησις
δίαλον
διαλοξεύω
διάλοξος
διαλουφῶν
δίαλσις
διαλυγίζω
διαλυμαίνομαι
διαλυπέω
διάλυσις
διαλυσίφιλος
διάλυσος
διαλυτέον
διαλύτης
View word page
διάλοξος
διάλοξ-ος, ον,
A). sidelong, στροφαί ib. 12 .


ShortDef

sidelong

Debugging

Headword:
διάλοξος
Headword (normalized):
διάλοξος
Headword (normalized/stripped):
διαλοξος
IDX:
25179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25180
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάλοξ-ος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sidelong,</span> <span class="foreign greek">στροφαί</span> ib.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2200.tlg006:12" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2200.tlg006:12/canonical-url/"> 12 </a>.</div> </div><br><br>'}