Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Αἰνείας
αἰνελένη
αἰνεπίκουρος
αἰνέσιμοι
αἴνεσις
αἰνετήριος
αἰνετής
αἰνετός
αἰνέω
αἴνη
αἰνήθεστος
αἴνημι
αἴνησις
αἰνητός
αἴνιγμα
αἰνιγματίας
αἰνιγματικός
αἰνιγματιστής
αἰνιγματοποιός
αἰνιγματώδης
αἰνιγμός
View word page
αἰνήθεστος
αἰνήθεστος·
οὐκ εὐλιτάνευτος
,
Hsch.
; cf.
θέσσασθαι
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
αἰνήθεστος
Headword (normalized):
αἰνήθεστος
Headword (normalized/stripped):
αινηθεστος
IDX:
2517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2518
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αἰνήθεστος·</span> <span class="foreign greek">οὐκ εὐλιτάνευτος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">θέσσασθαι</span>.</div><br><br>'}