Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαλοάω
διαλογή
διαλογίζομαι
διαλογικός
διαλόγισμα
διαλογισμός
διαλογιστέον
διαλογιστικός
διάλογος
διαλοιδορέομαι
διαλοιδόρησις
δίαλον
διαλοξεύω
διάλοξος
διαλουφῶν
δίαλσις
διαλυγίζω
διαλυμαίνομαι
διαλυπέω
διάλυσις
διαλυσίφιλος
View word page
διαλοιδόρησις
διαλοιδόρ-ησις, εως, ,
A). railing, abuse, LXX Si. 27.15 .


ShortDef

railing, abuse

Debugging

Headword:
διαλοιδόρησις
Headword (normalized):
διαλοιδόρησις
Headword (normalized/stripped):
διαλοιδορησις
IDX:
25176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25177
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαλοιδόρ-ησις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">railing, abuse,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg034:27:15" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg034:27.15/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">LXX</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Si.</span> 27.15 </a>.</div> </div><br><br>'}