Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάλλυδις
διαλλύος
διαλμα
διαλοάω
διαλογή
διαλογίζομαι
διαλογικός
διαλόγισμα
διαλογισμός
διαλογιστέον
διαλογιστικός
διάλογος
διαλοιδορέομαι
διαλοιδόρησις
δίαλον
διαλοξεύω
διάλοξος
διαλουφῶν
δίαλσις
διαλυγίζω
διαλυμαίνομαι
View word page
διαλογιστικός
διαλογ-ιστικός, , όν,
A). of or for discourse: ἡ -κή the reasoning faculty, Plu. 2.1004d .


ShortDef

of or for discourse, reasoning

Debugging

Headword:
διαλογιστικός
Headword (normalized):
διαλογιστικός
Headword (normalized/stripped):
διαλογιστικος
IDX:
25173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25174
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαλογ-ιστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">for discourse</span>: <span class="quote greek">ἡ -κή</span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">the reasoning faculty,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.1004d </span> .</div> </div><br><br>'}