Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάλλομαι
διάλλυδις
διαλλύος
διαλμα
διαλοάω
διαλογή
διαλογίζομαι
διαλογικός
διαλόγισμα
διαλογισμός
διαλογιστέον
διαλογιστικός
διάλογος
διαλοιδορέομαι
διαλοιδόρησις
δίαλον
διαλοξεύω
διάλοξος
διαλουφῶν
δίαλσις
διαλυγίζω
View word page
διαλογιστέον
διαλογ-ιστέον,
A). one must calculate, Sor. 1.96 .


ShortDef

one must calculate

Debugging

Headword:
διαλογιστέον
Headword (normalized):
διαλογιστέον
Headword (normalized/stripped):
διαλογιστεον
IDX:
25172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25173
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαλογ-ιστέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must calculate,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1:96" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1.96/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sor.</span> 1.96 </a>.</div> </div><br><br>'}